- ἀποκομιστής
- ἀποκομιστήςone who leads awaymasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποκομιστής — ἀποκομιστής, ο (Μ) ο αγγελιαφόρος … Dictionary of Greek
ἀποκομισταῖς — ἀποκομιστής one who leads away masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκομιστῇ — ἀποκομιστής one who leads away masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκομιστήν — ἀποκομιστής one who leads away masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)